- Νύσιαι
- Νύ̱σιαι , ΝύσιοςNysafem nom/voc plΝῦσαNysafem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νύσιος — Νύσιος, ία, ον (Α) [Νύσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, πόλη ή τόπο αφιερωμένο στον Διόνυσο 2. (το αρσ. ως προσηγορικό) ὁ νύσιος το φυτό κισσός 3. φρ. «Νυσίαι νύμφαι» οι Νυσηίδες* … Dictionary of Greek